ἐτίναξα

ἐτίναξα
τινάσσω
shake
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐτίναξ' — ἐτίναξα , τινάσσω shake aor ind act 1st sg ἐτίναξε , τινάσσω shake aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξετινάζω — 1. τινάζω ή κινώ κάτι με δύναμη για να φύγει η σκόνη 2. μτφ. α) καταστρέφω κάποιον οικονομικώς («τόν ξετίναξαν στα χαρτιά») β) απογυμνώνω κάποιον από τα επιχειρήματα που προβάλλει, καταρρίπτω με λόγους ή γραπτώς τις γνώμες ή τις ιδέες που… …   Dictionary of Greek

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”